- πλέξῃς
- πλέκωplaitaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλέξηις — πλέξῃς , πλέκω plait aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλτσα — η (Μ κάλτσα) πλεκτό ή υφαντό κάλυμμα, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το κάτω μέρος τού ποδιού ή και ολόκληρο το πόδι, περικνημίδα, περιπόδιο νεοελλ. 1. η μάλλινη περικνημίδα τών φουστανελλάδων 2. είδος πλέξης 3. φρ. «διαβόλου κάλτσα» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek